Εγώ τώρα θα κοιμόμουν στην αγκαλιά σου κι εσύ θα έβλεπες Αθλητική Κυριακή.
Το πρωί θα ξυπνούσες πρώτος και θα προσπαθούσες να μην κάνεις θόρυβο γιατί εγώ ξυπνάω λίγο αργότερα, παρόλο που έχω κοιμηθεί πιο νωρίς. Όπως κάθε φορά έτσι και αυτή εγώ θα καταλάβαινα ότι φεύγεις από το κρεβάτι και θα ξύπναγα τρομαγμένη, αλλά εσύ θα με καθησύχαζες ότι απλά φεύγεις για να πας στη δουλειά. Εγώ θα σε φιλούσα τρυφερά και θα ανησυχούσα μέχρι να πας στη δουλειά επειδή οδηγείς μηχανή. Μετά από καμια ώρα θα σηκωνόμουν κι εγώ να ντυθώ για το γραφείο.
Το μεσημέρι θα σε έπαιρνα τηλέφωνο να δω τι κάνεις, να σου πω πως παει μέχρι τώρα η μέρα μου, και να σε ρωτήσω αν έχεις καμία υποψία για το τι να κάνουμε το βράδυ. Εσύ θα μου έλεγες "ότι θέλεις" και εγώ θα έπρεπε να περάσω το διάλλειμα για φαγητό, σκεπτόμενη τι έχω όρεξη να κάνουμε σήμερα. Καμια ώρα πριν σχολάσω θα σε ξαναπαιρνα τηλέφωνο. Έτσι, αυτή τη φορά. Χωρίς λόγο. Αν αναφερόταν το θέμα του τί θα κάνουμε το βράδυ, μπορεί να σου γκρίνιαζα λίγο που "δε βρίσκεις ποτέ εσύ κάτι να κάνουμε", αν όχι, θα σου γκρίνιαζα όταν θα σε έπαιρνα πάλι τηλέφωνο επειδή θα είχα σχολάσει και θα γυρίζα σπίτι να σε ρωτήσω εσύ τι ώρα θα γυρίσεις περίπου.
Όταν θα ερχόσουν σπίτι, πάντα θα σε περιποιούμουν αν πεινούσες ή αν ήσουν κουρασμένος.
Και μετά θα γκρίνιαζα. Λίγο. Γιατί ούτε κι εγώ ήξερα τι ήθελα να κάνουμε για βράδυ.
Στο τέλος όμως θα σε αγκάλιαζα και θα έμενα εκεί για πολλή ώρα χωρίς να μιλάω, κι εσύ θα ευχαριστιόσουν τα αθλητικά στην τηλεόραση.