Καθώς την άφησε να ολοκληρώσει το παραλήρημα των σκέψεών της, της χαμογέλασε γλυκά και απομακρύνθηκε...
Χωρίς να κοιτάξει πίσω του, χωρίς να την κοιτάξει για μια ακόμη φορά...
Ίσως και την τελευταία τους.
Δεν ήθελε. Καλύτερα "μισός κύκλος" ή "παραλίγο κύκλος"... παρά "έκλεισε ο κύκλος".
Τον κούραζαν τα στερεότυπα. Όχι γιατί είχε ζήσει πολλά και δεν ήθελε άλλο ένα. Αλλά γιατί είχε ζήσει ένα, και ή ξ ε ρ ε ότι δεν θέλει άλλο ένα.
Σε όλη την επιστροφή δεν σκεφτόταν τίποτα..
Φοβήθηκε να σκεφτεί την επόμενη ώρα.. Περπάτησε μέχρι κάτω.. στο τέρμα του δρόμου, και έστριψε δεξιά στο στενό.. προς το σπίτι του. Λάθος. Προς το ά δ ε ι ο σπίτι του. Αυτό σκέφτηκε. Το πρώτο πράγμα.. Το δεύτερο ήταν πως αυτό το μαζί, ξαφνικά έγινε δύο διαφορετικά ά δ ε ι α σπίτια. Δυο διαφορετικά δωμάτια, δύο διαφορετικά κρεβάτια. Δύο διαφορετικές ζωές.
Ξεκλείδωσε, και μπήκε μέσα. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έκατσε στον καναπέ..
Έστριψε ένα τσιγάρο, το κάπνισε όλο, και μετά έβαλε τα κλάμματα. Έκλαψε ασταμάτητα για πολλές ώρες. Χωρίς να σκέφτεται και πάλι.
Μετά σκέφτηκε.. Ότι έντονο ένιωσε το αμφισβήτησε. Και το αμφισβητεί ακόμα.
Αν τον ρωτήσεις για εκείνη, θα σου πεί πως ακόμη έχει τη γεύση της στα χείλη του, και το άρωμά της στο μυαλό του. Μαζί της ένιωσε έντονα.. Αν τον ρωτήσεις θα σου πεί..."αδειάζω ακόμα.." και θα χαμογελάσει. Δυνατός. Γιατί εκείνος ήξερε. Και γιατί, όπως λέει και σε ενα βιβλίο, όταν τον ρωτούσαν για εκείνη ξεκινούσε να μιλάει... χωρίς να έχει την ανάγκη να του κάνουν ερωτήσεις.