Δεν υπάρχει λογική απάντηση σε πολλά ερωτήματα.
Δε μπορείς να εξηγήσεις γιατί ο έρωτας ζεί παθολογικά περί τον ένα χρόνο και μετά πεθαίνει, όπως επίσης ούτε γιατί μετά από κοντά δέκα, έρχεται μια μέρα που ξαναγεννιέται για να ζήσει στιγμιαία και να πεθάνει πάλι...
Χαθήκαμε με τη Βερόνικα. Με φάγαν οι δουλειές. Αυτό της έλεγα κάθε φορά που με έπαιρνε να τα πούμε. Να πούμε τα δικά μας. Δε προλαβαίνω. Αλήθεια σου λέω. Δεν είναι ότι προτιμώ να δω κάποιον άλλο και όχι εσένα. Έτσι της έλεγα, και άλλαζα θέμα. Καμιά φορά βγαίναμε να τα πιούμε, τάχαμου ότι ζούσαμε. Επιβιώναμε. Απλά.
Χθές είχε έρθει από το σπίτι. Α, ναι. Μετακόμισα. Σε πιο μεγάλο, από εκείνη τη γκαρσονιέρα στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας που έμενα. Τώρα έχω και δωμάτιο για γραφείο. Που ποτέ δε κάθομαι. Έχω μεγάλο σαλόνι, και τραπεζαρία. Όλες κι όλες έχει έρθει 3 φορές. Χθές ήταν έκτακτη, πέρναγε από κάτω είπε. Φυσικά και χάρηκα που την είδα.
Ανοίξαμε ένα μπουκάλι παγωμένο κρασί, και αράξαμε στο μπαλκόνι.
- Ξέρεις, κατέβαινα τον μεγάλο δρόμο για το σπίτι σου, και είδα ένα αυτοκίνητο σαν του.. μου είπε και την διέκοψα γελώντας και λέγοντας...
- Χα, χα, ναι, και τώρα θα μου πείς ότι ήταν αυτός, γιατί αυτός έχει μόνο αυτό το αυτοκίνητο ε; χα,χα,χα..
- Ναι. Αυτός ήταν. Ναι. Και το αίμα μου πάγωσε.
Σοβάρεψα αμέσως. Αμέσως. Όπως και αν είχε λήξει εκείνη η σχέση, εκείνη την σεβόταν. Και τη σχέση τους και εκείνον.
- Αυτός σε είδε; τη ρώτησα.
Η αφήγηση σταματάει εδώ.
Προσπαθώ να φτιάξω μια ιστορία. Για το πως θα ήταν να τον δω μετά από χρόνια, που δε μιλάμε πια. Είναι η μόνη φορά που δε μπορώ να φανταστώ το τέλος της ιστορίας μου. Δεν ξέρω στην ιστορία μου οι ήρωες αν τελικά σταμάτησαν, αν βγήκαν απ΄το αυτοκίνητο, αν μίλησαν λίγο, αν μίλησαν πολύ, αν αγκαλιάστηκαν, για πόσο, αν τη φίλησε στοργικά, αν εκείνη ανταποκρίθηκε, αν αγαπήθηκαν ξανά έστω και στιγμιαία, ή αν ο ένας έκανε ότι δεν είδε τον άλλο και συνέχισαν την πορεία τους.
Δε μπορώ να φανταστώ τι θα γινόταν από όλα αυτά.
Και έτσι, δε μπορώ να γράψω ένα τέλος, μόνο και μόνο για την πληρότητα, χωρίς να το επιθυμώ.
Είναι ένα μονοπάτι που ακόμα δε μπορώ να σε παω.
Υπομονή.