Ήταν ένα από αυτά τα πολύ ζεστά απογεύματα... Αυτά τα τελευταία του Σεπτεμβρίου, που η Βερόνικα εμφανίστηκε μετά τον περίεργο χειμώνα που πέρασε. Την είχα αφήσει να γυρίζει τον κόσμο μέχρι να βρεί τον εαυτό της. Και αυτό γιατί δεν ήξερε τι έψαχνε... Για να εμφανίστηκε λοιπόν μάλλον το βρήκε!
Είχα μεγάλη περιέργεια να δω τι θα μου έλεγε αυτή τη φορά! Ποιά ιστορία της θα με σόκαρε ή θα με συγκινούσε... Άραγε θα μου έλεγε ξανά για εκείνον?! Δεν ήξερα... Ούτε αν θα μου έλεγε, ούτε αν ήθελα να ακούσω αν τελικά μου έλεγε.
Θα περνούσε να με πάρει για να πάμε να τα πούμε by the sea όπως συνηθίζαμε να λέμε μεταξύ μας, όταν εννοούσαμε το γνωστό μπαράκι-στέκι μας στην παραλιακή. Εκεί λέγαμε όλες τις αλήθειες και ότι μας πονούσε. Γιατί ήταν όμορφα και οικεία. Γιατί δεν είχε ωραίους μπαρμεν να μας αποσπούν την προσοχή.. Γιατί ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Ήρθε στις 6.15. Ποτέ καθυστερημένη, πάντα στην ώρα της. Μπήκα στον κόκκινο σκαραβαίο της και με κοίταξε χαμογελαστή και απλά είπε "Γύρισα." και ξεκίνησε για την παραλία...
Κάτσαμε στα τραπεζάκια πάνω στη θάλασσα. Να μην μας αποσπά ούτε καν η μουσική του μαγαζιού....
Της λεω: "Εχεις να μου πείς ε....?!".
Άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε βαθειά την πρώτη ρουφιξιά και μου είπε: "Είμαι σίγουρη πως θα θέλεις να μάθεις γιατί γύρισα, πως πήρα την απόφαση, τι έγινε, τι άλλαξε...Άκου λοιπόν την παρακάτω ιστορία....
Εκείνο το βράδυ είχα πιεί πολύ...Από εκείνο το πρό στυχα κόκκινο κρασί. Από εκείνο το κρασί που έπινα μαζί του... Ούτε κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα άνοιξα τις κουρτίνες... Σχεδόν όλα είχαν γκρίζα όψη. Κι εγώ ταίριαζα στο τοπίο. Γκρίζα ήμουν. Άγχρωμη. Το κόκκινο κρασί είχε εξατμιστεί.. Αν η ζωή μας είναι στιγμές, τότε πρέπει να τις δημιουργούμε, σκέφτηκα....Είχα μεγάλη περιέργεια να δω τι θα μου έλεγε αυτή τη φορά! Ποιά ιστορία της θα με σόκαρε ή θα με συγκινούσε... Άραγε θα μου έλεγε ξανά για εκείνον?! Δεν ήξερα... Ούτε αν θα μου έλεγε, ούτε αν ήθελα να ακούσω αν τελικά μου έλεγε.
Θα περνούσε να με πάρει για να πάμε να τα πούμε by the sea όπως συνηθίζαμε να λέμε μεταξύ μας, όταν εννοούσαμε το γνωστό μπαράκι-στέκι μας στην παραλιακή. Εκεί λέγαμε όλες τις αλήθειες και ότι μας πονούσε. Γιατί ήταν όμορφα και οικεία. Γιατί δεν είχε ωραίους μπαρμεν να μας αποσπούν την προσοχή.. Γιατί ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Ήρθε στις 6.15. Ποτέ καθυστερημένη, πάντα στην ώρα της. Μπήκα στον κόκκινο σκαραβαίο της και με κοίταξε χαμογελαστή και απλά είπε "Γύρισα." και ξεκίνησε για την παραλία...
Κάτσαμε στα τραπεζάκια πάνω στη θάλασσα. Να μην μας αποσπά ούτε καν η μουσική του μαγαζιού....
Της λεω: "Εχεις να μου πείς ε....?!".
Άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε βαθειά την πρώτη ρουφιξιά και μου είπε: "Είμαι σίγουρη πως θα θέλεις να μάθεις γιατί γύρισα, πως πήρα την απόφαση, τι έγινε, τι άλλαξε...Άκου λοιπόν την παρακάτω ιστορία....
Έφτιαξα έναν μεγάλο ζεστό καφέ, κατέβηκα και αποφάσισα αντί να πάρω το αυτοκίνητο να περπατήσω. Το σπίτι ήταν κοντά σε μία μαρίνα..Θυμάσαι το St Catherine's Dock? Κάπως έτσι ήταν. Με πολλά μαγαζάκια και λουλουδάκια στη μία μεριά, και στη μέση, προσβάσιμο από μια ξύλινη γέφυρα, ένα παλιό καφέ με ρετρό μουσική και διακόσμηση. Αταίριαστο με την εποχή μας, αλλά για μένα ιδανικό, αγαπημένο...
Αφού περπάτησα μέχρι εκεί, σκέφτηκα να πάω από το μεγάλο δρόμο και όχι τον σύντομο... Ήθελα να απολάυσω την κάθε στιγμή την κάθε εικόνα...
Περπατούσα αργά..Κόσμο δεν είχε να με αγχώσει ή να μου δώσει ασυναίσθητα ρυθμό....
Ξαφνικά ένιωσα ένα ρεύμα αέρα να έρχεται προς το μέρος μου. Σταμάτησα να το εισπέυσω, και όταν τα κατάφερα ο εκγέφαλός μου σταμάτησε. Η καρδιά μου πάγωσε. Τρόμαξα... Λένε πως δεν είναι μόνο οι εικόνες, εκείνες που φέρνουν αναμνήσεις, αλλά και οι μυρωδιές.... Και εκείνη τη στιγμή, με τη μεγαλιώδη εισπνοή μου, πήρα μέσα μου τη μυρωδιά του. Οι εικόνες του περνούσαν απο μπροστά μου απανωτά, και οι αντιδράσεις μου ήταν σαν να είχα πάθει ηλεκτροσόκ. Γύρισα να κοιτάξω πίσω. Ήμουν τόσο σίγουρη ότι θα ήταν εκεί. Μή με κοιτάς με γουρλωμένα τα μάτια... αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.
Μόλις γύρισα πάλι μπροστά, ένιωσα τόσο μόνη σε αυτή την πόλη. Κι ας ήταν κι αυτός σε αυτή. Δε θα τον έβλεπα ποτέ ξανά. Βούρκωσα και στη συνέχεια έκλαψα τόσο βαθειά, όσο δεν έκλαψα όταν πραγματικά ήξερα ότι τον είδα για τελευταία φορά. Κοίταξα το καφέ μπροστά μου...
Ήθελα να βάλω χρώμα στο γκρίζο εκείνης της μέρας.
Ήθελα κόκκινο στη ζωή μου. Όχι το κόκκινο του αίματος, από την πληγή του.. ή του κρασιού μας.. Ήθελα το κόκκινο του πάθους, για κάτι καινούριο, για κάτι δυνατό...
Κι έτσι αποφάσισα να μην κυνηγάω, ασυναίσθητα, φαντάσματα και γύρισα! Δεν έχω κάτι να φοβηθώ.. παρά μόνο να περιμένω...
Και αν με ρωτήσεις αν βρήκα τι έψαχνα?...Ναι! Βρήκα τι έψαχνα, και το παραδέχτηκα, και δε το θέλω πια!
Εκπληκτη χαμογέλασα και αυθόρμητα της λέω:"... Τόσο απλά?!"
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της και είπε: "Ναι! Τόσο απλά! Στην υγεία μας!"
1 comment:
Στην υγειά μας λοιπόν...
Post a Comment